- χρυσολαμπής
- -ές, ΝΜαυτός που λάμπει όπως ο χρυσόςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο χρυσολαμπήςζωολ. ονομασία πολύχρωμου πτηνού τού οποίου το πτέρωμα χρυσίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι-λαμπής].
Dictionary of Greek. 2013.